γλουτός

γλουτός
ο (чаще πλ. )
1) ягодица; зад; 2) круп (лошади)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γλουτός" в других словарях:

  • γλουτός, ο — και συνήθ. γλουτοί, οι τα οπίσθια, τα κωλομέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλουτός — buttock masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλουτός — ο (AM γλουτός) μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο κάτω άκρο τής ράχης, επάνω στις οποίες καθόμαστε νεοελλ. ναυτ. γλουτοί, οι τα καμπύλα μέρη τής πρύμνης τού πλοίου πάνω από την ίσαλο γραμμή αρχ. πληθ. γλουτοί, οἱ και ουδ. γλουτά, τά… …   Dictionary of Greek

  • γλουτοῖς — γλουτός buttock masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλουτοῖσιν — γλουτός buttock masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλουτοί — γλουτός buttock masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλουτοῦ — γλουτός buttock masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλουτούς — γλουτός buttock masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλουτῶν — γλουτός buttock masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλουτῷ — γλουτός buttock masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλουτόν — γλουτός buttock masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»